Sunday 25 December 2022

Τζέλα - Από τη Συλλογή διηγημάτων Ιστορίες μιας γειτονιάς

 

«Η ανεπρόκοπη!»

Ανοίγω με δυσκολία τα μάτια.

«Γι’ αυτό θα μείνει στο ράφι! Από τότε που πέθανε ο ακατανομαστος! Ποιος να την πάρει με τα χαΐρια της!»

«Γλυκόλογα μασκαρεμένα με θυμό», σκέφτομαι.

Βγάζω απρόθυμα το χέρι μου από την κουβέρτα και κοιτάζω το κινητό. Η ώρα είναι έξι και είκοσι το πρωί. Δεν βάζω ποτέ ξυπνητήρι. Δεν είναι απαραίτητο. Με ξυπνάει η φωνή του. Μόλις αρχίζουν να ακούγονται δειλά στη γειτονιά οι πρώτοι ήχοι. Σηκώνω τα μάτια. Από τις γρίλιες του παραθύρου βλέπω πως ακόμα δεν έχει φωτίσει. Στο πρόσωπό μου νιώθω την υγρασία του δωματίου. Ο διαχειριστής δεν έχει ανάψει το καλοριφέρ. Ένας μήνας πέρασε από τότε που άρχισε ο πόλεμος. Η τιμή της βενζίνης είναι στα ύψη. Οι προβλέψεις δυσοίωνες. Ο Στάθης, ο λιμενικός, βάζει μπροστά το μηχανάκι. Ακούω την γκαραζόπορτα να τρίζει. Πλέον, αφήνω καθημερινά το αυτοκίνητο στην πυλωτή και πηγαίνω στη δουλειά με τα πόδια. Χθες απέλυσαν τρεις από τη ναυτιλιακή που δουλεύει η ξαδέρφη μου. Ευτυχώς που εμένα πιάνουν τα χέρια μου και δεν φοβάμαι τις μουτζούρες. Αλλιώς... Ακούω τον κάδο να ανοίγει με θόρυβο που θυμίζει ερπυστριοφόρο. Τρέχω γρήγορα και κολλάω αθόρυβα το πρόσωπό μου στο παράθυρο. Κρατάω την αναπνοή μου. Είναι πάλι εκείνη η κοπέλα με τα καστανά μαλλιά. Την κοιτάζω προσεκτικά. Κρατάει μια σακούλα με σκουπίδια. Τα πετάει και σκουπίζει τα χέρια της με ένα υγρό μαντηλάκι. Είναι μόνη.

«Αυτό είναι καλό σημάδι», σκέφτομαι.

Εκπνέω με ανακούφιση. Οδηγεί ένα κόκκινο αυτοκίνητο. Αυτό το ξέρω σίγουρα. Το παρκάρει κάθε βράδυ έξω από την πόρτα μου. Είναι καινούρια στη γειτονιά. Δεν ξέρω το όνομά της. Άκουσα χθες την κυρά-Αντωνία να λέει στη μανάβισσα πως είναι φοιτήτρια στην Γεωπονική. Να την! Να την! Πλησιάζει! Κρατάω πάλι την αναπνοή μου.

«Α, να χαθούν! Οι ανεπρόκοπες! Οι αχαΐρευτες!»

Πληθυντικός της ευγενείας. Χαμογελώ. Ο Μελέτης και η Τζέλα. Εκείνη «φύγε», εκείνος «έλα». Χρόνια καίγεται η καρδούλα του. Ο Μελέτης κατεβαίνει κάθε πρωί από τα σκαλιά στην αρχή της ανηφόρας και φωνάζει δυνατά. Ίσως να είναι ένα από τα λίγα παιδιά της Κατοχής που, αρκετές δεκαετίες μετά, ζουν ακόμα. Οι παλιότεροι τον βλέπουν φιλικά ή με συγκατάβαση. Οι νεότεροι και οι καινούριοι στη γειτονιά λίγη σημασία του δίνουν. Δεν φοράει γάντια. Στο ένα χέρι κρατάει μια μεγάλη σακούλα. Με το άλλο μαζεύει όλα τα σκουπίδια που είναι πεταμένα στον δρόμο. Ο υπάλληλος του δήμου σκουπίζει κάθε δυο τρεις μέρες. Μερικές φορές περνάει και βδομάδα μέχρι να φανεί. Ο Μελέτης κατηφορίζει πάντα καμιά εκατοσταριά μέτρα μέχρι τη μεγάλη πλατεία. Εκεί έχει το συνεργείο του. Είναι -ήταν- μηχανικός αυτοκινήτων. Το πέρασμα του είναι ιδιαίτερο σαν κι εκείνον. Γκρινιάρης, αθυρόστομος, αλλά και καλόκαρδος και φιλότιμος. Όσο καθαρίζει το έδαφος με τα χέρια του, άλλο τόσο βρωμίζει τον αέρα με το στόμα του. Δεν χαρίζεται σε κανέναν. Η προχωρημένη ηλικία τού δίνει ένα περιθώριο να λέει ό,τι θέλει. Ό,τι είναι να πει, το λέει στα ίσια. Κοντεύει ενενήντα, μα ακόμα κρατιέται καλά. Μιλάει, γελάει, περπατάει, τρώει όσο πρέπει και ό,τι πρέπει. Γερό σκαρί. Αν δεν ήταν αυτός, θα είχαμε βρωμίσει. Μαζεύει τα πεταμένα χαρτιά, τις ακαθαρσίες των ζώων, τις πευκοβελόνες, τα αποφάγια, και τα βάζει στον κάδο. Πάντα. Χωρίς δισταγμό. 

Λίγα σπίτια πιο πέρα η τηλεόραση παίζει στο τέρμα. Είναι ο κύριος Δημοσθένης. Πρώην ντράμερ. Κοντεύει τα εκατό και δεν ακούει σχεδόν τίποτα. Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι. Αμφιβάλλω αν κοιμήθηκε κανείς στη γειτονιά. Χθες, λοιπόν, απέναντι από το σπίτι του, μια παρέα φοιτητών έκανε πάρτι. Η μουσική σταμάτησε γύρω στις τρεις τα ξημερώματα. Αμφιβάλλω, επίσης, αν ο κύριος Δημοσθένης πήρε είδηση τι συνέβαινε εκεί κοντά του. Η πρωινή ενημερωτική εκπομπή μόλις έχει αρχίσει: «Χιλιάδες πρόσφυγες, γυναίκες, ορφανά παιδιά, ηλικιωμένοι τρέχουν να σωθούν... Τα θύματα από την χθεσινή αεροπορική επιδρομή ξεπέρασαν τα σαράντα». Ο Μελέτης. Αν ήταν στο χέρι μου, θα τον έκανα άγιο. Μοιάζει κιόλας στο αυλακωμένο πρόσωπο και στο σκελετωμένο σώμα. Του έχω βρει και όνομα: Άγιος Αστράφτιος ο Πεζοδρομέας. Μεγάλος δρομέας και για τη γειτονιά πολύ θαυματουργός!

Από την απέναντι πολυκατοικία βγαίνει η καλοντυμένη κυρία με εκείνο το ιδιαίτερο άρωμα που σε ζαλίζει. Στο χέρι κρατάει με δυσκολία από το λουρί ένα γαλλικό μπουλντόγκ. Φοράει ένα πράσινο μάλλινο πουλόβερ. Τζακ το λένε. Την κυρία δεν τη γνωρίζω προσωπικά, αλλά την ακούω συχνά που τον φωνάζει. Βλέπω πως αγαπάει πολύ τα ζώα. Με τους ανθρώπους έχει κάποια θέματα. Όλοι στη γειτονιά αυτό λένε. Ο Μελέτης έχει φτάσει στον μικρό κήπο απέναντι από το σπίτι μου. Πιάνει μια εφημερίδα. Τα πρωινά «λουκάνικα» του Τζακ μυρίζουν κολόνια. Τα βάζει σε μια σακούλα και τα πετάει στον κάδο. Η κυρία τρέχει βιαστικά προς το ταξί. Κοντεύω να ξεράσω στην σκέψη της μυρωδιάς.

Η κοπέλα με τα καστανά μαλλιά βγάζει τα κλειδιά και ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου. Κάθεται και ετοιμάζεται να ξεκινήσει. Πλέον, βλέπω μόνο το χέρι της στο τιμόνι και το παντελόνι της. Είναι ανοιχτό καφέ. Ταιριάζει με τα μαλλιά της. Από την γωνία του δρόμου ακούω τη βραχνή φωνή της Μαργαρίτας:

«Τζέλα, ετοίμασε καφέ! Πάω τον ‘μικρό’ στο σπίτι και έρχομαι! Είδες χθες το έργο;»

Η Μαργαρίτα ζει τον περισσότερο καιρό μόνη. Ο άνδρας της είναι καπετάνιος. Ο «μικρός» είναι ένα καλοχτενισμένο άσπρο πεκινουά. Της το αγόρασε από τη Γαλλία για να της κάνει συντροφιά. Ήσυχο είναι. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, για ποιο λόγο ποτίζει κάθε μέρα την κολώνα έξω από το σπίτι μου. Τη στιγμή, μάλιστα, που έξω από το σπίτι της Μαργαρίτας υπάρχει μια κολώνα δίπλα σε ένα παρτέρι. Ίσως να ζηλεύει που τη δική μου την άσπρισα με ασβέστη. Ή μπορεί να είναι καλλιτέχνης, ζωγράφος για παράδειγμα, με προτίμηση στις κίτρινες αποχρώσεις. Τα «λουκάνικα» του είναι μικρότερα από του Τζακ, σαν μπουκίτσες. Δεν μυρίζουν πολύ. Το μπροστινό παράθυρο δεν το ανοίγω σχεδόν ποτέ.  

«Η ανεπρόκοπη! Μια ζωή στο ράφι θα μείνει!»

Η κοπέλα με τα καστανά μαλλιά προσπαθεί να βάλει μπροστά το αυτοκίνητο. Η Τζέλα λέει στη Ρίτα πως την περιμένει. Ο Μελέτης επαναλαμβάνει πιο δυνατά τα ίδια λόγια σκυμμένος στο έδαφος. Η Τζέλα τον ακούει και χαμογελά με νόημα. Ο καψερός την αγαπάει από τότε που γύρισε από φαντάρος. Από εκείνον τον καιρό που, ακόμα, λίγοι την ήξεραν στη γειτονιά. Εκείνος ήταν που τη «βάφτισε» χαϊδευτικά Τζέλα, και της άρεσε, και έκανε όλο τσαχπινιές. Πλέον, όμως, δεν του δίνει δικαίωμα. Χήρα είναι. Έκανε οικογένεια. Τα παιδιά της έκαναν τις δικές τους. Τον αγαπάει κι εκείνη. Μα, από ό,τι φαίνεται, αλλιώτικα. Σκέφτομαι πως πρέπει να φταίει η μίζα. Μόλις χτυπήθηκε ένα ορφανοτροφείο. Δεν είχε παιδιά μέσα. Μόνο στρατιώτες και πολίτες που κατατάχθηκαν εθελοντικά. Καμιά εικοσαριά. Όλοι νεκροί. Η κοπέλα βγαίνει από το αμάξι και ξεφυσάει. Πρέπει να την προλάβω, πριν καλέσει το συνεργείο. Ανοίγω με θόρυβο το παράθυρο. Την τρόμαξα. Να πάρει!

«Καλημέρα! Μια στιγμή! Έρχομαι αμέσως!», της φωνάζω.

Με κοιτάει αιφνιδιασμένη. Στο τέλος, μου σκάει ένα διστακτικό χαμόγελο.

Βάζω βιαστικά το παντελόνι πάνω από την πιζάμα. Δεν προλαβαίνω ούτε να χτενιστώ, ούτε να βάλω τα παπούτσια. Δεν θέλω να την καθυστερήσω. Πρέπει να κάνω καλή εντύπωση, μα πρέπει και να βιαστώ. Ο Ρούντι πετάγεται όρθιος. Ο Ρούντι είναι ένα καφετί μαλτεζάκι. Τα έχουμε βρει εμείς οι δύο. Αρχίζει να τρέχει εδώ κι εκεί και να γαβγίζει. Παίρνει την παντόφλα μου και κρύβεται κάτω από το κρεββάτι. Νομίζει πως είναι ώρα για παιχνίδι. Του ρίχνω μια λιχουδιά στο μπολάκι του για να εμφανιστεί. Ο Ρούντι παραμένει κρυμμένος. Δεν έχω χρόνο για χάσιμο. Βγαίνω έξω ξυπόλητος. Ίσως να μην το προσέξει μέσα στο σκοτάδι. Η Τζέλα χαχανίζει πίσω από το κλειστό παράθυρο. Μάλλον, με έχει καταλάβει. Η κοπέλα με τα καστανά μαλλιά με κοιτάει αμήχανα. Οι σφαίρες πέφτουν κατά ριπάς. Βρήκαν όλες στόχο. Ο κυρ-Δημοσθένης αποκοιμήθηκε στην πολυθρόνα. Η τηλεόραση παίζει ακόμα δυνατά.

«Καλημέρα», της λέω σχεδόν τραυλίζοντας.

«Καλημέρα», μου απαντάει κι εκείνη.

«Είμαι μηχανικός», της λέω. «Αν θέλετε, μπορώ να το δω.»

«Ευχαριστώ πολύ», μου απαντάει και μου δίνει με διστακτικότητα τα κλειδιά.

Ανοίγω την πόρτα και κάθομαι στη θέση του οδηγού. Βάζω το κλειδί στη μίζα. Προσεύχομαι σε όλους τους Αγίους να πάρει μπροστά. Πρώτη προσπάθεια: αποτυχημένη. Την κοιτάζω και χαμογελώ αμήχανα. Κι εκείνη. Στον κάδο έχουν ανέβει δύο γάτες που νιαουρίζουν ασταμάτητα εδώ και ώρα. Δεύτερη προσπάθεια: αποτυχημένη. Με έχει πιάσει κρύος ιδρώτας. Αρχίζει να γελάει. Θεέ μου, μάλλον με κατάλαβε!

«Ίσως θα ήταν καλύτερο να καλέσω την οδική βοήθεια», μου λέει.

«Η ανεπρόκοπη! Στο ράφι θα μείνει!»

«Μα τον Άγιο Χριστόφορο! Πάψε κι εσύ, κυρ-Μελέτη, με τον καημό σου!»

Η Μαργαρίτα είναι έξω από την πόρτα της Τζέλας.

«Καλημέρα, Μελέτη! Ακόμα προσπαθείς να ρίξεις το τείχος;»

«Όσο πατάει η γάτα, έλεγε ο πατέρας μου, Μαργαρίτα. Όσο πατάει η γάτα!», τον ακούω να φωνάζει δυνατά και τον βλέπω να μου κάνει νόημα με τα χέρια πίσω από την πλάτη της κοπέλας με τα καστανά μαλλιά. Οι πρόσφυγες περνούν τα σύνορα. Πέντε παιδιά νεκρά από την έκρηξη στο ορφανοτροφείο και άλλα δέκα από ασιτία στα καταφύγια. Ο κύριος Δημοσθένης κοιμάται ακόμα. Ανοίγω τη μίζα και πατάω ελαφρά το γκάζι. Το αμάξι παίρνει μπροστά. Τρίτη προσπάθεια: επιτυχημένη. Χαμογελώ με ικανοποίηση.

«Κυρ-Μελέτη, σου χρωστάω δέκα κιλά παϊδάκια ψημένα στα κάρβουνα!», λέω από μέσα μου.

«Πολύ σοφός ο πατέρας μου, Μαργαρίτα. Σοφός και θαυματουργός!»

Ανοίγω την πόρτα, κατακόκκινος, και βγαίνω από το αυτοκίνητο. Ο οδηγός του σχολικού κορνάρει. Η Ελισσάβετ τρέχει να προλάβει. Έχει σχεδόν ξημερώσει. Από το βάθος της κατηφόρας δύο παρέες παιδιών ανηφορίζουν προς το γυμνάσιο. Η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα και ακανόνιστα. Δίνω τα κλειδιά στην κοπέλα με τα καστανά μαλλιά, ενώ εκείνη με κοιτάζει σαν τον σωτήρα της.

«Ευχαριστώ πολύ! Πρέπει να είμαι στη δουλειά μου σε είκοσι λεπτά!»

Με το θάρρος που μου δίνει το κατόρθωμά μου της μιλώ πλέον στον ενικό.

«Πώς σε λένε;»

«Αγγελική», μου λέει. Καθώς προφέρει τα σύμφωνα, η γλώσσα της χορεύει ανάμεσα στα κάτασπρα δόντια της σαν τη μπαλαρίνα σε ένα μουσικό κουτί. Την χαζεύω σαν δεκαπεντάχρονο, ενώ εκείνη περιμένει να της απαντήσω σαν με ρωτά:

«Εσένα;»

 

Cuento escrito por Jaime Nada el 23 de marzo de 2022.

 

 

No comments:

Post a Comment

Note: only a member of this blog may post a comment.