Wednesday 8 February 2023

Μανουέλ Μπαρτολομέ Κοσίο ή αλλιώς.... El Greco Ανέστη!

 


 

Το γενικό πλαίσιο

Το 1898 είναι για την Ισπανία το έτος που σηματοδοτεί ουσιαστικά το τέλος της πάλαι ποτέ μεγάλης αποικιοκρατικής δύναμης. Η λήξη του Ισπανοαμερικανικού Πολέμου (Απρίλιος-Αύγουστος 1898), βρίσκει τη χώρα της Ιβηρικής Χερσονήσου να ηττάται από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και να χάνει τις τελευταίες υπερπόντιες κτήσεις της (Κούβα, Πουέρτο Ρίκο, Φιλιππίνες, Γκουάμ), ενώ αναγκάζεται να πουλήσει στη Γερμανία κάποιες άλλες που βρίσκονται στην Ωκεανία, καθώς δεν μπορεί για λόγους απόστασης, αλλά και οικονομικούς, να τις υπερασπιστεί. Διατηρεί, μόνο, κάποιες λίγες αποικίες στην Αφρική. Το γεγονός αυτό έρχεται ως αποκορύφωμα μιας αρνητικής κατάστασης στην Ισπανία που είχε αρχίσει λίγους αιώνες νωρίτερα και συνοψίζεται, όπως είναι γνωστή, σε μία φράση: «Το πρόβλημα της Ισπανίας» (El problema de España). Χωρίς να αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο τέθηκε αυτό το ζήτημα κατά καιρούς -πολύ γενικά- οι λόγιοι της κάθε εποχής, και όχι μόνο, καλούνταν να απαντήσουν σε διλήμματα, όπως: «πού βρίσκεται η αληθινή Ισπανία;», «εξευρωπαϊσμός ή στροφή στις παραδοσιακές ισπανικές αξίες;», «μοναρχία ή προοδευτικός φιλελευθερισμός;»

Στο μεταίχμιο, λοιπόν, 19ου και 20ου αιώνα, εμφανίζεται στο προσκήνιο μια ομάδα λογοτεχνών με αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για τη Γενιά του 98 (Generación del 98) που, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς της ισπανικής λογοτεχνίας, σηματοδοτεί την αρχή ενός δεύτερου «Χρυσού Αιώνα» των ισπανικών γραμμάτων. Η γενιά αυτή διακρίνεται ιδιαίτερα στην πεζογραφία και ανήκει κυρίως στο κίνημα του Ρεαλισμού. Έτσι, οι λογοτέχνες που την αποτελούν -αν και κάποιοι από αυτούς φανερώνουν αρχικά έναν έντονο «φιλοευρωπαϊσμό» και μίαν απόρριψη της ισπανικής παράδοσης, τελικά- επιχειρούν με τα έργα τους (κυρίως μυθιστορήματα), μέσα από ρεαλιστικές απεικονίσεις της ισπανικής κοινωνίας (cuadros de costumbres) και του τοπίου, κυρίως, της Καστίλης (ως κοιτίδας της Ισπανίας), να ανακαλύψουν την ουσία της πατρίδας τους, την «αυθεντική» Ισπανία (casticismo) και να απαντήσουν σε ερωτήματα, όπως αυτά που περιγράψαμε νωρίτερα. Όλες αυτές οι ανησυχίες, όπως γίνεται αντιληπτό, παρουσιάζονται σε μια περίοδο εθνικής ήττας, εσωστρέφειας και έντονης απογοήτευσης. Οι λογοτέχνες της Γενιάς του 98 επιχειρούν να βγάλουν την ισπανική κοινωνία από το αδιέξοδο. Ένας από αυτούς -σίγουρα όχι ο πιο γνωστός- είναι ο Μανουέλ Μπαρτολομέ Κοσίο.

 

Ο άνθρωπος που «ανέστησε» τον El Greco

Ο Μανουέλ Μπαρτολομέ Κοσίο (Manuel Bartolomé Cossío) γεννήθηκε στην πόλη Haro, La Rioja το 1858 και πέθανε στη Μαδρίτη το 1935. Ήταν ιστορικός της τέχνης και αγαπημένος μαθητής ενός από τους μεγάλους διανοούμενους της Ισπανίας, του φιλοσόφου Φρανθίσκο Χινέρ ντε λος Ρίος (Francisco Giner de los Rios). Πώς συνδέεται όμως με τον ελληνικής καταγωγής ζωγράφο της Αναγέννησης, τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο ή El Greco, που γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1541 και πέθανε στο Τολέδο το 1614;

Στις αρχές του 17ου αιώνα, η Ισπανική τέχνη βρίσκεται ήδη στο ξεκίνημα μιας άλλης ιστορικής και καλλιτεχνικής περιόδου, το Μπαρόκ (Barroco). Συνοπτικά, από την αποθέωση της ομορφιάς της Φύσης και της ανθρώπινης ζωής, αλλά και από τον θαυμασμό για την απλότητα και την αρμονία της Κλασσικής Αρχαιότητας (στοιχεία αναγεννησιακά) το ενδιαφέρον του καλλιτέχνη στρέφεται, ανάμεσα σε άλλα, στην έκφραση του αλλόκοτου, της υπερβολής, των έντονων αντιθέσεων -που στη ζωγραφική γίνονται αντιληπτές μέσα από την εκτεταμένη ταυτόχρονη χρήση έντονα φωτεινών και σκοτεινών χρωμάτων (tenebrismo). Αυτές οι αλλαγές, όπως είναι φυσικό, δεν είναι ασύνδετες από μια γενικότερη απογοήτευση, προϊόν διάφορων πολιτικών και κοινωνικών γεγονότων που συνέβησαν στην Ισπανία εκείνη την εποχή. Η ανάλυσή τους, ωστόσο, υπερβαίνει τα όρια αυτού του άρθρου.

Το αποτέλεσμα, ωστόσο, ήταν οι μελλοντικοί κριτικοί και ζωγράφοι να μην μπορούν ή να αρνούνται να κατανοήσουν την αξία των έργων του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου. Κάποιοι, μάλιστα, θεώρησαν τη ζωγραφική του εξεζητημένη. Ο El Greco «πεθαίνει και ενταφιάζεται» σε ένα μνήμα με πολλούς λίθους ριγμένους από πάνω για τρεις ολόκληρους αιώνες! Ώσπου, το 1908, ο Μανουέλ Μπαρτολομέ Κοσίο, έχοντας αφιερώσει ένα σημαντικό μέρος της ζωής του στον Κρητικό ζωγράφο, τον αποκαθιστά στη θέση του στο Πάνθεον των μεγάλων της παγκόσμιας ζωγραφικής με την έκδοση του ομώνυμου βιβλίου του, «El Greco». Πρόκειται για μια καλλιτεχνική μελέτη των έργων του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου, συνοδευόμενη από τον κατάλογο των έργων του, αλλά και από καινούριες για εκείνη την εποχή πληροφορίες για τη ζωή του. Η σημασία του συγκεκριμένου βιβλιου είναι τεράστια, αν σκεφτεί κανείς ότι, από τότε που εκδόθηκε μέχρι σήμερα, αποτελεί βασικό σημείο αναφοράς για τους μελετητές του Έλληνα ζωγράφου. Να σημειώσουμε, βέβαια, πως κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, Γάλλοι κυρίως ζωγράφοι, όπως ο Ευγένιος ντε λα Κρουά και ο Μανέ, γνώριζαν και θαύμαζαν τα έργα του El Greco.

Ο Κοσίο εξέδωσε άλλα τρία έργα, που κατατάσσονται στην γενικότερη κατηγορία Ιστορία της Τέχνης, σχετικά με τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο:

El Greco. Cuarenta y ocho ilustraciones con texto de Manuel B. Cossío. Barcelona: J. Thomas, 1913. Στο συγκεκριμένο βιβλίο περιλαμβάνονται 48 πίνακες του El Greco με σχόλια του Μανουέλ Μπαρτολομέ Κοσίο.

 Lo que se sabe de la vida del Greco Madrid: Jiménez-Fraud, 1914 (V. Suárez). Πρόκειται για ακόμα μία βιογραφία του El Greco που έγραψε ο Κοσίο με αφορμή τη συμπλήρωση 300 χρόνων από τον θάνατο του ζωγράφου. 

El Entierro del Conde de Orgaz Madrid: V. de Suárez, 1914. Πρόκειται για μια μελέτη σχετικά με τον διάσημο πίνακα του El Greco.

Αναμφίβολα, η Ιστορία της Τέχνης, και όχι μόνο, οφείλει ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον Μανουέλ Μπαρτολομέ Κοσίο. Χάρη σε αυτόν, ένας σπουδαίος Έλληνας συστήθηκε ξανά στον παγκόσμιο πολιτισμό. Ας μην τον ξεχνάμε…

Wednesday 1 February 2023

Η καθιέρωση της γιορτής των Τριών Ιεραρχών - Συνοπτικά βιογραφικά στοιχεία

 

Οι Τρεις Ιεράρχες ως μοναχοί σε τοιχογραφία του ναού Αγίου Γεωργίου του Βουνού πόλης Καστοριάς (16ος αιώνας). Πηγή: https://orizontespress.gr/οι-τρεις-ιεράρχες-εικονιζόμενοι-ως-μο/


Κατά τον 11ο αιώνα μ.Χ. ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη διαμάχη μεταξύ των λογίων σχετικά με το ποιος από τους Τρεις Ιεράρχες, τον Μέγα Βασίλειο, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο ή Ναζιανζηνό και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο ήταν σπουδαιότερος. Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν τρεις αντιμαχόμενες ομάδες: οι Γρηγορίτες, οι Βασιλεΐτες και οι Ιωαννίτες. Τη λύση την έδωσε ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων -περιοχή του Πόντου- Ιωάννης ο Μαυρόπους. Επικαλούμενος όραμα των Αγίων, όπως αναφέρει ο Συναξαριστής, πρότεινε την κοινή γιορτή των Τριών Ιεραρχών κάθε χρόνο την 30η Ιανουαρίου, με αποτέλεσμα τη συμφιλίωση των αντιμαχόμενων παρατάξεων, τόσο των επιφανών μελών τους όσο και του λαού.

Η κοινή γιορτή διατηρήθηκε από τότε μέχρι σήμερα, χωρίς ωστόσο να εγκαταλειφθούν οι ξεχωριστές ημέρες που γιορτάζουν οι τρείς Άγιοι. Συγκεκριμένα:

1η Ιανουαρίου: Μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου.

25η Ιανουαρίου: Μνήμη του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.

14η Σεπτεμβρίου: Μνήμη του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Λόγω της σπουδαιότητας της γιορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, ωστόσο, που τιμάται την ίδια μέρα, η γιορτή του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου μετατέθηκε στη 13η Νοεμβρίου.

Από την εποχή της Τουρκοκρατίας, τουλάχιστον, η γιορτή των Τριών Ιεραρχών θεωρούνταν και γιορτή της Παιδείας. Στη Χίο, στα τέλη του 18ου αιώνα, στη Μεγάλη Σχολή (1792) που αναδιοργάνωσε το 1815 ο Νεόφυτος Βάμβας, τελούνταν τη 30η Ιανουαρίου, Θεία Λειτουργία και επιμνημόσυνη δέηση για τους ευεργέτες και ιδρυτές της Σχολής, ενώ ο σχολάρχης εκφωνούσε σχετικό λόγο[1]. Το 1841 η Σύγκλητος του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου των Αθηνών αποφάσισε η συγκεκριμένη ημέρα να θεωρείται, επίσης, γιορτή των Ελληνικών Γραμμάτων. Για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, η συμπερίληψή της στις επίσημες εθνικές γιορτές, ήταν ακόμα ένας τρόπος προβολής προς τα πολιτισμένα κράτη της Ευρώπης, και όχι μόνο, των ιδανικών και των αξιών του ελληνικού έθνους. Την απόφαση της Συγκλήτου επικύρωσε και αναγνώρισε με σχετική νομοθεσία η ελληνική Πολιτεία.


Ο Μέγας Βασίλειος

Ο Άγιος Βασίλειος γεννήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας το 330 μ.Χ. Οι γονείς του ήταν ο Βασίλειος, φημισμένος ρητοροδιδάσκαλος στη Νεοκαισάρεια του Πόντου, και η Εμμέλεια, κόρη επιφανούς οικογένειας με πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα. Μετά την γέννησή του ο Βασίλειος μεταφέρθηκε στα Άννησα του Πόντου, όπου μεγάλωσε με την επίβλεψη της μητέρας του και της γιαγιάς του Μακρίνας, η οποία τον μύησε στην χριστιανική εκκλησιαστική παράδοση. Αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα από τον πατέρα του στην Νεοκαισάρεια, ήρθε το 341 στην Καισάρεια για την εγκύκλια μόρφωση, όπου γνώρισε τον Γρηγόριο Θεολόγο, και μετά από λίγα χρόνια ταξίδεψε μέχρι την Κωνσταντινούπολη για τη συμπλήρωση των σπουδών του. Επόμενος σταθμός του για σπουδές η Αθήνα (350-355 μ.Χ.), όπου κοντά σε φημισμένους δασκάλους της εποχής, όπως ο Ιμέριος και ο Προαιρέσιος, θα σπουδάσει διάφορες επιστήμες, όπως ρητορική και ιατρική.

Το 357 ταξιδεύει στη Συρία, την Μεσοποταμία, την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη για να «σπουδάσει» τώρα κοντά στους ασκητές και ερημίτες εκείνων των περιοχών. Το 358 επιστρέφει στην Καισάρεια, βαπτίζεται Χριστιανός και αρχίζει να γράφει ασκητικά κείμενα. Αργότερα, χαρίζει σε φιλανθρωπίες τη μεγάλη περιουσία του και εγκαθίσταται στον Πόντο, κοντά στον ποταμό Ίρι, όπου ασκητεύει για σχεδόν έναν χρόνο μαζί με τον αδελφικό του φίλο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Το Καλοκαίρι του 364 χειροτονείται πρεσβύτερος από τον επίσκοπο Ευσέβιο της Καππαδοκίας, τον οποίον και διαδέχεται μετά τον θάνατό του. Ως επίσκοπος αντιστέκεται σθεναρά στην αίρεση του Αρείου έχοντας συμπαραστάτες τον επίσκοπο Αλεξανδρείας, Άγιο Αθανάσιο, και τον πάπα Ρώμης Δάμασο.

Η επιτομή του τεράστιου φιλανθρωπικού έργου του Μεγάλου Βασιλείου είναι, αναμφίβολα, η «Βασιλειάδα», ενός Πτωχοκομείου-πρότυπο για παρόμοιες δράσεις άλλων επισκοπών. Σε αυτήν βρίσκουν καταφύγιο οι ξένοι, ιατρική περίθαλψη οι άποροι άρρωστοι, και καταρτίζονται επαγγελματικά όσοι είναι ανειδίκευτοι. Ταυτόχρονα, γίνεται αφορμή ώστε πολλοί άρχοντες  της εποχής να διαθέτουν τον πλούτο τους με χριστιανικό τρόπο σε όσους είχαν ανάγκη. Αυτό μαρτυρούν άλλωστε και οι επιστολές του με τις οποίες προσπαθούσε να επιλύσει τα προβλήματα των ανθρώπων που εργάζονταν στα ορυχεία του Ταύρου (Μικράς Ασίας), και να εξασφαλίσει με ρούχα, τρόφιμα και άλλα αγαθά τους φτωχούς, ασθενείς και αδικημένους.

Ο Άγιος Βασίλειος δεν έχει καμία σχέση με τον «καλοθρεμμένο» Santa Claus. Ήταν αδύνατος στην όψη και στο σώμα, ζούσε ασκητικά και πέθανε σχετικά νέος, σε ηλικία μόλις 49 ετών στην Καισάρεια, την 1η Ιανουαρίου του 379. Τιμάται, επίσης, από την Ρωμαιοκαθολική και την Αγγλικανική εκκλησία τη 2α Ιανουαρίου, και από τη Λουθηρανική τη 14η Ιουνίου.

Το έθιμο της Βασιλόπιτας. Αν και το έθιμο της πίτας φαίνεται να προέρχεται από τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια, μετά την εποχή του Μεγάλου Βασιλείου αποκτά χριστιανική διάσταση. Μια εκδοχή θέλει τον αυτοκράτορα Ουάλη, που ήταν υποστηρικτής του Αρειανισμού, να στέλνει τον επίτροπο Μόδεστο στην Καισάρεια για να εκφοβίσει τους χριστιανούς ώστε να αλλαξοπιστήσουν. Εκεί, βάζει τον Μέγα Βασίλειο να συγκεντρώσει τα πολύτιμα αντικείμενα των πιστών, μαζί και τα δικά του, για να τα δημεύσει. Όταν αυτά συγκεντρώθηκαν, ο Άγιος μεταπείθει τον Μόδεστο, ο οποίος καταλαβαίνει το λάθος του και δεν παίρνει τίποτα.

Ο Βασίλειος θέλησε με χαρά να τα επιστρέψει στους πιστούς, όμως δεν ήταν εύκολο να διακριβωθεί σε ποιον ανήκει τι. Τότε βρήκε έναν παράδοξο τρόπο για να τα επιστρέψει. Έφτιαξε πίτες και τις έψησε, αφού πρώτα έβαλε μέσα τους τα πολύτιμα αντικείμενα. Στη συνέχεια τις ευλόγησε και μοίρασε τα κομμάτια στους πιστούς. Στο τέλος, ο καθένας πήρε αυτό που του ανήκε. Κάπως έτσι, ξεκίνησε το έθιμο της Βασιλόπιτας και έφτασε μέχρι τις μέρες μας.

Μια δεύτερη εκδοχή, αναφέρει παρόμοιο περιστατικό με τον αυτοκράτορα Ιουλιανό (φίλο των Αρειανών), ο οποίος απαίτησε τα πολύτιμα αντικείμενα από τους Χριστιανούς, τα οποία και θα παραλάμβανε μετά τον πόλεμο με τους Πέρσες. Ωστόσο, σκοτώθηκε στη μάχη και δεν επέστρεψε ποτέ στην Καισάρεια για να δημεύσει όσα είχαν συγκεντρωθεί. Τέλος, η ελληνική λογοτεχνία έχει αρκετές αναφορές στον Άγιο Βασίλειο. Χαρακτηριστικό είναι το διήγημα Το βλογημένο μαντρί του Φώτη Κόντογλου, όπου ο Άγιος επισκέπτεται την οικογένεια ενός φτωχού βοσκού. Πιστεύουμε πως αξίζει πραγματικά η ανάγνωσή του, ειδικά τις ημέρες των Χριστουγέννων. Παραθέτουμε στο τέλος του άρθρου την ιστοσελίδα, όπου ο αναγνώστης μπορεί να βρει αυτό το μικρό και πολύ ωραίο διήγημα.

Το συγγραφικό έργο του Αγίου Βασιλείου είναι μεγάλο. Σε αυτό διακρίνουμε διάφορα κείμενα, όπως:

Δογματικά συγγράμματα:

-        Ανατρεπτικός του Απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου. Τρία βιβλία εναντίον του Αρειανισμού.

-        Προς Αμφιλόχιον, περί του Αγίου Πνεύματος. Πραγματεία σχετικά με το Άγιον Πνεύμα.

 

Ασκητικά συγγράμματα:

-        Τα Ηθικά. Συλλογή 80 ηθικών κανόνων.

-        Όροι κατά πλάτος. 55 κεφάλαια με τις γενικές αρχές του μοναχισμού.

-        Όροι κατ’ επιτομήν. 313 κεφάλαια για την καθημερινή ζωή των μοναχών.

-        Περί πίστεως.

-        Περί κρίματος.

-        Περί της εν παρθενία αληθούς αφθορίας. Έργο σχετικό με την παρθενική ζωή.

 

Ομιλίες (ενδεικτικά):

-        Εις την Εξαήμερον. Εννέα ομιλίες με θέμα τη δημιουργία του κόσμου.

-        Εις τους Ψαλμούς. 18 ομιλίες με αφορμή το περιεχόμενο των Ψαλμών του Δαυίδ.

-        Περί του ουκ έστιν αίτιος του κακού ο Θεός.

-        Περί πίστεως

-        Κατά Σαβελλιανών, Αρείου και Ανομοίων

-        Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων. Το διασημότερο από τα κείμενα του Βασιλείου, στο οποίο πραγματοποιεί προσπάθεια γεφυρώσεως του χάσματος μεταξύ χριστιανικής και κλασσικής παιδείας.

-        Προτρεπτικός εις το άγιον βάπτισμα.

-        Εις το πρόσεχε σεαυτώ.

-        Προς Πλουτούντας.

-        Εν λιμώ και αυχμώ.

-        Εις την μάρτυρα Ιουλίτταν και περί ευχαριστίας.

-        Περὶ τῆς πλεονεξίας, καὶ τοῦ ρητοῦ τοῦ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγελίου «Καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας, καὶ μείζονας οἰκοδομήσω»

 

Σώζονται, τέλος, 365 επιστολές του Μεγάλου Βασιλείου, από την επιστροφή του στην Καισάρεια μέχρι και τον θάνατό του.

 

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ή Ναζιανζηνός

Ο Άγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός ο Θεολόγος γεννήθηκε στην Αριανζό (χωριό της Ναζιανζού) της Καππαδοκίας το 329, και ήταν Έλληνας θεολόγος και κορυφαίος ρήτορας της Εκκλησίας. Στα έργα του ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το Τριαδικό Δόγμα, και επηρέασε τόσο τους Ορθόδοξους όσο και τους Ρωμαιοκαθολικούς θεολόγους. Καταγόταν από ευκατάστατη οικογένεια. Πατέρας του ήταν ο πρεσβύτερος Γρηγόριος και μητέρα του η Νόννα. Σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία, μεταξύ άλλων, στην Αλεξάνδρεια και την Αθήνα, μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον μετέπειτα αυτοκράτορα Κωνσταντινουπόλεως Ιουλιανό.

Το 361 επιστρέφει στην Ναζιανζό, χειροτονείται πρεσβύτερος και, παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, φεύγει για την Αννεσόη όπου ζει ασκητικά ως μοναχός για κάποιο διάστημα, μαζί με τον αδελφικό του φίλο Μέγα Βασίλειο. Μετά από παραίνεση του φίλου του, επιστρέφει στη Ναζιανζό και συμφιλιώνει τους Χριστιανούς που κατηγορούσαν τον πατέρα του σαν αιρετικό. Την ίδια περίοδο, ο αυτοκράτορας Ιουλιανός δηλώνει πως τάσσεται εναντίον του Χριστιανισμού. Ο Γρηγόριος γράφει τις «Ύβρεις κατά του Ιουλιανού» (362-363 μ.Χ.), όπου σημειώνει πώς ο Χριστιανισμός θα ξεπεράσει τους ηγέτες όπως ο Ιουλιανός με αγάπη και υπομονή. Εξορίζεται από τον αυτοκράτορα, ο οποίος πεθαίνει το 363. Επιστρέφοντας ο Γρηγόριος στην Κωνσταντινούπολη αντιμετωπίζει μαζί με τον Βασίλειο τους οπαδούς της αίρεσης του Αρειανισμού που, με απλά λόγια, θεωρούσαν τον Χριστό ως «κτίσμα» (δημιούργημα) του Θεού Πατέρα και, κατά συνέπεια, όχι Θεό.

Το 372 χειροτονείται επίσκοπος Σασίμων από τον Βασίλειο σε μια εντελώς αφιλόξενη περιοχή, όπου έλειπε το νερό και η βλάστηση. Το ίδιο έτος επιστρέφει στη Ναζιανζό ως βοηθός επίσκοπος του πατέρα του. Το 374 οι γονείς του πεθαίνουν, εκείνος μοιράζει την περιουσία του στους άπορους και ζει ασκητικά. Το 379 ο Βασίλειος πεθαίνει. Για λόγους υγείας, ο Γρηγόριος δεν παρίσταται στην κηδεία. Ωστόσο, γράφει μια επιστολή στον αδερφό του Βασιλείου, τον Γρηγόριο Νύσσης, στην οποία συμπεριλαμβάνονται 12 ποιήματα αφιερωμένα στον αδελφικό του φίλο.

Το 379, καλείται να πάει στην Κωνσταντινούπολη. Η εξαδέλφη του, Θεοδοσία, του προσφέρει μια έπαυλη για να μείνει. Ο Γρηγόριος, ωστόσο, την μετατρέπει αμέσως σε Εκκλησία, την οποία ονομάζει «Αναστασία» και την αφιερώνει στην ανάσταση της πίστης από τον Αρειανισμό. Εκεί εκδίδει πέντε ομιλίες του για την Αγία Τριάδα. Οι οπαδοί της αίρεσης εισβάλλουν στον ναό και βιαιοπραγούν ακόμα και ενάντια στον Γρηγόριο.

Το 380, ο νέος αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α΄ συγκαλεί τη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη. Βρίσκει στο πρόσωπο του Γρηγορίου έναν σύμμαχο, ο οποίος επιχειρεί να ενώσει Ανατολή και Δύση. Διάφορες εκκλησιαστικές έριδες, ωστόσο, δεν επιφέρουν θετικό αποτέλεσμα. Ο Γρηγόριος, για να ειρηνεύσει η Εκκλησία, παραιτείται από πρόεδρος του συνεδρίου και αποφασίζει να επιστρέψει στη Ναζιανζό, όπου και θα παραμείνει ως επίσκοπος μέχρι την κοίμησή του την 25η Ιανουαρίου του 390.

Πέρα από θεολόγος, ο Γρηγόριος ήταν άνθρωπος των γραμμάτων και ποιητής, αφού έγραψε αρκετά ποιήματα με θεολογικά και ηθικά θέματα. Ολόκληρο το όγδοο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας[2] απαρτίζεται από 254 δικά του επιγράμματά. Λίγα χρόνια πριν πεθάνει, γράφει το αυτοβιογραφικό ποίημά του De Vita Sua, όπου αναφέρεται, ανάμεσα σε άλλα, σε διάφορα διλήμματα που τον απασχόλησαν κατά τη διάρκεια της ζωής του (μοναχός ή δημόσιο πρόσωπο, ρητορική ή φιλοσοφία, κ.α.). Η ρητορική του δεινότητα ήταν ξακουστή και κάποια από τα λόγια του έγιναν αυτούσια ύμνοι της Εκκλησίας, όπως το γνωστό: «Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε…».

Ο Γρηγόριος απεβίωσε στο χωριό Γκέλβερι (ή Καρβάλη ή Καρβάλλα) της Καππαδοκίας, όπου χτίστηκε προς τιμήν του ορθόδοξος ναός. Στα χρόνια του Μικρασιατικού ξεριζωμού, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι πρόσφυγες Γκελβεριώτες διέσωσαν από τον ναό τους όλα τα πολύτιμα αντικείμενα και τα Άγια Λείψανα των Αγίων και τα μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα, τη Νέα Καρβάλη, που βρίσκεται στα 11 χιλιόμετρα από την Καβάλα. Εκεί έχτισαν ναό ίδιου αρχιτεκτονικού ρυθμού, όπως στο Γκέλβερι, αφιερωμένο στον διαπρεπή λόγιο Άγιο Γρηγόριο Θεολόγο ή Ναζιανζηνό, και από το 1924 φυλάσσεται εκεί το σεπτό Σκήνωμά του. Κάθε χρόνο, ανήμερα της γιορτής του, την 25η Ιανουαρίου, τελείται Θεία Λειτουργία, γίνεται Περιφορά του σεπτού Σκηνώματος στα δρομάκια του χωριού και στη συνέχεια τίθεται σε ιερό προσκύνημα.

 

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας, περίπου το 349 μ.Χ. Γονείς του ήταν ο στρατηγός Σεκούνδος και μητέρα του η Ανθούσα. Σπούδασε κοντά σε σημαντικούς δασκάλους της εποχής: ρητορική (Λιβάνιος), φιλοσοφία (Ανδραγάθιος) και θεολογία (Καρτέριος και Διόδωρος Ταρσου, στην Αντιόχεια). Άσκησε για λίγο το επάγγελμα της δικηγορίας και, μετά το θάνατο της μητέρας του, βαφτίστηκε Χριστιανός και έγινε μοναχός. Το 398 χειροτονήθηκε Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, από τον Θεόφιλο Αλεξανδρείας.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ζει ασκητικά, κηρύττει ανελλιπώς, αναπτύσσει τεράστιο φιλανθρωπικό έργο, στιγματίζει τις κακές συνήθειες των πλουσίων, αλλά και διάφορων εκκλησιαστικών που «πλούτιζαν» σε βάρος των φτωχών. Η κριτική του αγγίζει ακόμα και την Αυτοκράτειρα Ευδοξία. Συνέπεια της δράσης του ήταν να εκδιωχθεί από την Κωνσταντινούπολη και με διάφορες ψευτοσυνόδους που τον καταδίκασαν άδικα να χάσει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Άφησε την τελευταία του πνοή στην τρίτη εξορία, μετά από ένα μαρτυρικό ταξίδι επτά μηνών, κοντά στο χωριό Κουκουσός στα σύνορα Καππαδοκίας και Αρμενίας τη 14η Σεπτεμβρίου του 407.

Ο Άγιος Ιωάννης τιμάται από την Ορθόδοξη και την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, αλλά ακόμα και από τους Αγγλικανούς και τους Λουθηρανούς. Κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας, το λείψανό του μεταφέρθηκε στη Βενετία και, αργότερα, στη Ρώμη. Επιστράφηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την 27η Νοεμβρίου 2004 από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄ και σήμερα φυλάσσεται στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι. Η κάρα (κεφάλι), με αδιάφθορο το αριστερό αυτί, βρίσκεται στη Ιερά Μονή Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος.

Το τελετουργικό και το κείμενο της Θείας Λειτουργίας που τελείται τις περισσότερες ημέρες του χρόνου στους ορθόδοξους ναούς είναι έργα του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου. Το συγγραφικό του έργο είναι ογκωδέστατο και καλύπτει 18 τόμους στην Patrologia Graeca του Migne. Έγραψε πραγματείες (ασκητικές, παιδαγωγικές, απολογητικές, κ.α.), λόγους (δογματικούς, διδακτικούς, εορταστικούς, ερμηνευτικούς, κ.α.) και επιστολές. Έχουν διασωθεί 600 λόγοι του Χρυσοστόμου, ενώ υπήρξε άριστος σχολιαστής και ερμηνευτής της Βίβλου.

Στις μέρες μας, αλλά και παλιότερα, έχει θεωρηθεί λανθασμένα ότι ο Χρυσόστομος ήταν εχθρός της Ελληνικής Φιλοσοφίας. Στην πραγματικότητα, ο Άγιος Ιωάννης δεν αρνείται την ωραιότητα και την αξία της ελληνικής τέχνης και φιλοσοφίας, αλλά βρίσκεται απέναντι σε εκείνες τις θέσεις που θεωρούν τα πράγματα από μια μη-χριστιανική οπτική γωνία, σε θέματα που έχουν να κάνουν με την ουσία του Θεού, την αιωνιότητα, την προσκόλληση στην ύλη και άλλες αιρετικές διδασκαλίες.

 

Σημείωμα του γράφοντος

Το παρόν κείμενο αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής στους Αγίους Τρεις Ιεράρχες, ένα μικρό σταχυολόγημα από διάφορες πηγές που υπάρχουν στο διαδίκτυο. Είναι, τουλάχιστον, απαράδεκτο για τα ελληνικά πράγματα και γράμματα, σε ιστορίες της λογοτεχνίας άλλων χώρων -όπως της Ισπανίας, για την οποία ο γράφων έχει γνώση- να συμπεριλαμβάνονται, να διδάσκονται ως απαραίτητα και να εγκωμιάζονται διάφορα εκκλησιαστικά πρόσωπα και το έργο τους (prosa religiosa, didáctica, etc., για τους γνωρίζοντες), ενώ στην Ελλάδα, όχι μόνο να μην δίνεται η δέουσα σημασία στο συγγραφικό έργο των Τριών Ιεραρχών, αλλά να κατηγορούνται, επιπλέον, ως «ανθέλληνες», άνθρωποι που σπούδασαν τις ελληνικές επιστήμες, μίλησαν και έγραψαν στα ελληνικά και δεν αποδέχθηκαν από τους Έλληνες φιλοσόφους -χωρίς να τους απορρίψουν συνολικά και αλόγιστα- εκείνα τα στοιχεία που δεν συμβάδιζαν με το κήρυγμα του Ιησού Χριστού και του Ευαγγελίου. Κυρίως όμως δεν είναι γνωστή σε πολλούς η σημαντική ζωή τους καθώς, όπως λέει κι ο λαός, τα λόγια χωρίς έργα έχουν ελάχιστη αξία. Και σε αυτό τον τομέα ο «Σχολικός Έλεγχος» του Μεγάλου Βασιλείου, του Θεολόγου Γρηγορίου και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, γράφει «Άριστα με τόνο», όπως πιστεύουμε ότι έχει αντιληφθεί ο αναγνώστης από τις ελάχιστες πληροφορίες που παραθέσαμε.

Το διήγημα Το βλογημένο μαντρί του Φώτη Κόντογλου βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.pemptousia.gr/2018/12/to-vlogimeno-mantri/.



[1] Ποντίκας Απόστολος. Η καθιέρωση της γιορτής των Τριών Ιεραρχών ως σχολικής γιορτής. 30 Ιανουαρίου 2021 https://www.eleftheria.gr/m/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%88%CE%B5%CE %B9%CF%82/item/280736.html

[2] Σημαντική συλλογή αρχαίων και βυζαντινών ελληνικών επιγραμμάτων που καλύπτουν την περίοδο από τον 7ο αιώνα π.Χ. μέχρι το 600 μ.Χ., η οποία βρέθηκε σε χειρόγραφο το 1606. Αποτελείται από 15 βιβλία, που περιλαμβάνουν περίπου 3.700 ποιήματα με πάνω από 23.000 στίχους συνολικά.